παισαι
Смотреть что такое "παισαι" в других словарях:
παίσαι — παίσᾱͅ , πᾶς papa fem dat sg (doric aeolic) παίσαῑ , παίω 1 strike aor opt act 3rd sg παίσαῑ , παίζω play like a child aor opt act 3rd sg παΐσαι , παίζω play like a child aor inf act παΐσαῑ , παίζω play like a child aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παῖσαι — πᾶς papa fem nom/voc pl (doric aeolic) παίω 1 strike aor imperat mid 2nd sg παίω 1 strike aor inf act παίζω play like a child aor imperat mid 2nd sg παίζω play like a child aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λετωνήσαι — λετωνῆσαι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀφειδῶς παῑσαι κατὰ τῶν ἰσχίων» … Dictionary of Greek
στενάσαι — Α [στένω] (κατά τον Ησύχ.) «τινὲς πλῆξαι καὶ παῑσαι» … Dictionary of Greek
Ξ, ξ — (αρχαία ελληνικά ξει, ξι, ξυ). Το δέκατο τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από τα σημιτικά , , , , , , , που παρίσταναν το συριστικό φθογγο samech (πιθανή σημασία πάσσαλος, στύλος). Στα παλιότερα νοτιοελληνικά αλφάβητα… … Dictionary of Greek